κοτσάνι

κοτσάνι
το
(λ. τουρκ.), μίσχος φυτού, άνθους, καρπού, ουρά: Έφαγε και το κοτσάνι του αχλαδιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοτσάνι — το 1. κοινή ονομασία τού μίσχου ενός άνθους, φύλλου ή καρπού 2. φρ. «έφαγε και τα κοτσάνια» λέγεται για αδηφάγους ή και για πλεονέκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοψάνιον, υποκορ. τού *κόψανον (< κόπτω). Το ψ > τσ (πρβλ. ψευδός: τσευδός), με τροπή τού …   Dictionary of Greek

  • κοτσανιάζω — [κοτσάνι] (σχετικά με φύλλα καπνού) δένω από τα κοτσάνια …   Dictionary of Greek

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

  • κοτσάνα — η 1. μεγάλο κοτσάνι 2. βλακώδης λόγος, ανοησία 3. μεγάλο, χοντρό ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσάνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, κοτρών α)] …   Dictionary of Greek

  • άγουλος — η, ο [γουλί] (για φυτά) αυτός στον οποίο δεν έχει σχηματιστεί γουλί, κοτσάνι …   Dictionary of Greek

  • αμοργίς — ἀμοργὶς ( ίδος), η (Α) [Ἀμοργός] 1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό 2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) τής μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.… …   Dictionary of Greek

  • ανθέρικος — ἀνθέρικος, ο (Α) [αθήρ] 1. ο μίσχος, το κοτσάνι διαφόρων φυτών και ειδικά του ασφόδελου 2. το άνθος, ο καρπός ή το καλάμι του ασφόδελου 3. το φυτό ασφόδελος …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αχλαδιά — Α. ονομάζονται όλες οι ποικιλίες με εδώδιμους καρπούς που προήλθαν από φυσική ή τεχνητή διασταύρωση μεταξύ ποικιλιών κυρίως της άγριας α. (απιδέαπύρρος ο κοινός), φυλλοβόλου, αυτοφυούς δενδρυλλίου της Ευρώπης, της Μικράς Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • γουλί — το (Μ γουλίν) 1. κοτσάνι, βλαστός τών λάχανων νεοελλ. 1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια 2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» έκοψε εντελώς τα μαλλιά του μσν. είδος τεύτλου, γούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγλίον, υποκοριστικός τ. τού αρχ. άγλις, με αποβολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”